- αρραβωνιάζω
- (Μ ἀρραβωνιάζω)1. τελώ τον αρραβώνα κάποιου2. μέσ. (-ομαι) τελώ τον αρραβώνα μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ.-μτγν.) αρραβωνίζομαι*, κατά τα ρ. σε -ιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρραβωνιάζω — αρραβωνιάζω, αρραβώνιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αρραβωνιάζω — και αρρεβωνιάζω ιασα, ιάστηκα, ιασμένος, μνηστεύω κάποιον, υπόσχομαι να δώσω σε γάμο: Αρραβώνιασε την κόρη της μ έναν λαμπρό νέο. Το μέσ., αρραβωνιάζομαι μνηστεύομαι: Ο γιος του αρραβωνιάστηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παντρευαρραβωνιάζω — αρραβωνιάζω και παντρεύω ταυτοχρόνως … Dictionary of Greek
προκατεγγυώ — άω, Μ αρραβωνιάζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατεγγυῶ «μνηστεύω, αρραβωνιάζω»] … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… … Dictionary of Greek
αρραβωνίζω — (Μ ἀρραβωνίζω, Α ομαι) [αρραβών] 1. αρραβωνιάζω 2. παροιμ. «έξω βρέχει και χιονίζει κι ο παπάς αρραβωνίζει» γι αυτούς που κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να επηρεάζονται από δυσκολίες) αρχ. μσν. αρραβωνίζομαι 1. εγγυώμαι, αποδέχομαι 2.… … Dictionary of Greek
αρραβωνιαστικός — ο (θηλ. ιά, η) [αρραβωνιάζω] ο μνηστήρας, ο αρραβωνιασμένος … Dictionary of Greek
γαμπρολογώ — Ι. 1. παντρεύω 2. αρραβωνιάζω II. γαμπρολογούμαι ή γιέμαι 1. γαμπρίζω* 2. θέλω να παντρευτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαμπρός + λογώ (πρβλ. βλαστολογώ, βοτανολογώ, γαριδολογώ, καβουρολογώ)] … Dictionary of Greek
εγγυώμαι — και εγγυούμαι (AM ἐγγυῶ, άω Μ και ἐγγυοῡμαι και ἐγγυώνω) δίνω ενέχυρο ή εγγύηση αρχ. 1. μνηστεύω, αρραβωνιάζω την κόρη μου 2. υπόσχομαι, διαβεβαιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εγγυώ θεωρήθηκε είτε παράλληλος τ. τού εγγύη* είτε παράγωγο αυτού] … Dictionary of Greek